Κάθε άνθρωπος γεννιέται με τις φυσικές, νοητικές  και συναισθηματικές δυνατότητές του. Για να γίνουν όμως αυτές οι δυνατότητες «ιδιότητες», για να γίνει δηλαδή «προσωπικότητα», πρέπει να μάθει. Αυτή τη μάθηση αναλαμβάνει το «περιβάλλον» μέσα στο οποίο ζει και αναπτύσσεται κάθε νέα γενιά, η συστηματική εκπαίδευση του σχολείου και η μάθηση που προσφέρει το οικογενειακό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.Η οικογένεια είναι ο κύριος δημιουργός της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς του, εφ΄ όσον το κάνει να αντιδρά και να σκέφτεται μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο. Το Δημοτικό σχολείο παίζει το ρόλο του παροχέα και αξιολογητή των γνώσεων. Στα σχολεία το παιδί είναι υποχρεωμένο να καταπίνει ποσότητες από λεπτομέρειες που αποστηθίζει και που στη διάρκεια των «εξετάσεων» οφείλει να «αποδώσει» πάνω σ’ ένα άσπρο χαρτί. Όσοι έχουν αυτή την ικανότητα θεωρούνται αφρόκρεμα, άξιοι να λάβουν τις πιο υψηλές ανταμοιβές και αμέσως παίρνουν την ετικέτα των πιο έξυπνων και πιο ικανών.Παίρνουμε το μαθητή από την αγκαλιά του νηπιαγωγείου και  προσπαθούμε, γονείς και δάσκαλοι, να του προσφέρουμε όσο το δυνατόν περισσότερες γνώσεις. Και χαρακτηρίζουμε «έξυπνα» τα παιδιά που καταφέρνουν να γράψουν και να διαβάσουν γρήγορα, να μετρήσουν, να ταξινομήσουν και να συγκρίνουν.

Πόση σημασία δίνουμε στο παιδί που τα καταφέρνει θαυμάσια να διαβάζει χάρτες, να ζωγραφίζει, να κατασκευάζει, να παίζει μουσικά όργανα, να ανακαλύπτει νέες ιδέες, να συνεργάζεται, να εκφράζει τα συναισθήματά του, να έχει αυτοπειθαρχία, να πρωτοπορεί σε ομαδικά παιχνίδια;

Η σύγχρονη παιδαγωγική προτείνει ένα σχολείο με επίκεντρο το παιδί, που να βασίζεται δηλαδή στις ανάγκες, στα ενδιαφέροντα και στις ικανότητές του και να περιλαμβάνει διαρκή αξιολόγηση των ικανοτήτων και των κλίσεών του. Οι παιδαγωγοί πρέπει να προσφέρουν στους μαθητές ένα περιβάλλον με πολλά ερεθίσματα και να τους αφήνουν πολλές δυνατότητες για να αναπτύξουν τις ικανότητές τους. Σήμερα πρέπει να θεωρήσουμε το μαθητή όχι παθητικό δέκτη της γνώσης, αλλά συνοδοιπόρο στην ανακάλυψη, ενεργό συμμέτοχο στην εκπαιδευτική διαδικασία μέσα από δραστηριότητες, που θα του δίνουν τη δυνατότητα να αναδείξει τα ταλέντα του, να ανακαλύψει τον εαυτό του.

Ένας μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών έχει πεισθεί πως σήμερα ο μαθητής θέλει το δάσκαλο βοηθό στην πορεία του για την ανακάλυψη της γνώσης. Ο δάσκαλος πρέπει να είναι ο μαέστρος που θα συντονίσει τις διαφορετικότητες στην τάξη του, που θα ανακαλύψει τις κλίσεις και τις ικανότητές τους, θα αναδείξει τις «κρυμμένες» νοημοσύνες τους και θα συνθέσει τη μελωδία της επιτυχίας, της χαράς και της συμμετοχής με την καθημερινή του δουλειά στην τάξη.

Εδώ και δέκα χρόνια τέτοια προγράμματα υλοποιούνταν στην Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, Αγωγή Υγείας, με το πιλοτικό πρόγραμμα «Ευέλικτη Ζώνη» μέσα από σχέδια εργασίας βασισμένα στις παιδαγωγικές θεωρίες της βιωματικής μάθησης και της διαθεματικότητας.  Αντί να πιέζονται τα άτομα να αποκτήσουν δεξιότητες μέσα από ασκήσεις, ενθαρρύνονται να εμπλακούν προσωπικά σε σκοπούς για την εξυπηρέτηση των οποίων μαθαίνουν τις σχετικές δεξιότητες. Αντί να υπηρετούμε στατικούς σκοπούς, προετοιμάζουμε τα παιδιά για έναν κόσμο, που αλλάζει και μάλιστα με γοργούς ρυθμούς.

Ο δάσκαλος είναι αυτός που ενθαρρύνει τη δημιουργικότητα. Δεν είναι πια εκείνος που μεταδίδει μια γνώση έτοιμη, μια μπουκιά κάθε μέρα. Είναι ένας ενήλικος που βρίσκεται με τα παιδιά, για να εκφράσει ό,τι καλύτερο έχει, να αναπτύξει τη δημιουργία, τη φαντασία, την εποικοδομητική ενασχόληση με δραστηριότητες που παράγουν έργα ζωγραφικά, πλαστικά, θεατρικά, μουσικά, συναισθηματικά… Σ’ ένα τέτοιου είδους σχολείο το παιδί δεν είναι πια «καταναλωτής» κουλτούρας και αξιών, αλλά δημιουργός και παραγωγός αξιών και κουλτούρας…

Δάσκαλοι, παιδιά και γονείς θα αγαπήσουν αυτό το νέο τρόπο δουλειάς, όταν θα ανακαλύψουν πόσο χαρούμενα θα έρχονται τα παιδιά στο σχολείο.